Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αιρετική διδασκαλία

См. также в других словарях:

  • αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… …   Dictionary of Greek

  • μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • μονοθελητισμός — Χριστιανική αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είχε δύο φύσεις και μια θέληση. Ο Μ. θεωρείται απότοκος της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ηράκλειου να συμβιβάσει τους μονοφυσίτες και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Οι αυτοκρατορικές όμως… …   Dictionary of Greek

  • νεστοριανισμός — ο (Μ νεστοριανισμός) η αιρετική διδασκαλία τού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, κατά την οποία η ένωση τών δύο φύσεων, τής θεϊκής και τής ανθρώπινης, στο πρόσωπο τού Χριστού δεν μπορούσε να είναι ένωση «καθ υπόστασιν», πραγματική, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… …   Dictionary of Greek

  • Αφθαρτοδοκητισμός — Θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία το σώμα του Χριστού, ήδη από τη σύλληψή του και τη γέννησή του είναι άφθαρτο. Έτσι, μόνο κατ’ οικονομίαν και κατά χάριν υποτάσσεται στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή στην πείνα, τη δίψα, την κούραση κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Μοναρχιανισμός — ο εκκλ. αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε από το τέλος τού 2ου αιώνα στην προσπάθεια αναιρέσεως τών αιρετικών θέσεων τού Γνωστικισμού και συμβιβασμού τήν τριαδικότητας τού θεού με τη μοναρχία τής θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monarchianism …   Dictionary of Greek

  • ιανσενισμός — ὁ η αιρετική διδασκαλία τού Ολλανδού θεολόγου Κορνηλίου Ιάνσεν κατά τα τέλη τού 16ου με αρχές τού 17ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. jansenism < γαλλ. jansenisme < όνομα τού Cornells Jansen). Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • καινόφωνος — καινόφωνος, ον (Μ) (για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ασυνήθιστος, παράδοξος. επίρρ... καινοφώνως και καινοφωνῶς (Μ) (για αιρετική διδασκαλία) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες… …   Dictionary of Greek

  • ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»